- διεκβάλλω
- (Α διεκβάλλω) [εκβάλλω]1. περνώ βελόνα, σχοινί κ.λπ. πέρα πέρα, βελονιάζω2. (για ποτάμια) διασχίζω μια χώρα, έναν τόποαρχ.1. (για στρατό) πορεύομαι, διέρχομαι2. περιέρχομαι3. αφαιρώ διαδοχικά μερικά ζώδια από το σύνολο τους4. πληρώνω χρήματα μέσω άλλου5. ξοδεύω6. (για όρια) εκτείνομαι, απλώνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.